Η Γερμανία κατέγραψε το 2025 ένα από τα πιο χαρακτηριστικά ορόσημα της ευρωπαϊκής ενεργειακής μετάβασης:
Οι Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ) κάλυψαν σχεδόν το 56% της ακαθάριστης κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας, σύμφωνα με προκαταρκτικά στοιχεία των BDEW και ZSW, όπως μετέδωσε το Clean Energy Wire.
Για τη μεγαλύτερη βιομηχανική οικονομία της Ευρώπης, το ποσοστό αυτό λειτουργεί ως «σφραγίδα» της Energiewende.
Ταυτόχρονα, όμως, ειδικοί και φορείς της αγοράς προειδοποιούν ότι όσο ανεβαίνει το μερίδιο των ΑΠΕ, ανεβαίνουν και τα ρίσκα: τεχνικά (ευστάθεια), οικονομικά (κόστος δικτύων/εφεδρειών) και πολιτικά (αβεβαιότητα κανόνων).
Πώς «βγαίνει» το 56% και από πού προέρχεται
Το κρίσιμο σημείο: το 56% δεν είναι “ευρωπαϊκό καλάθι” ΑΠΕ. Είναι δείκτης που αποτυπώνει τη συμμετοχή των ΑΠΕ στη γερμανική ακαθάριστη κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας, με βάση κατά κύριο λόγο την εγχώρια παραγωγή (φωτοβολταϊκά, αιολικά, βιομάζα, υδροηλεκτρικά εντός χώρας), όπως εξηγεί το Clean Energy Wire.
Όμως, εδώ γεννιέται η παρεξήγηση: η Γερμανία μπορεί να έχει υψηλή διείσδυση ΑΠΕ λογιστικά, αλλά λειτουργεί μέσα σε ένα διασυνδεδεμένο ευρωπαϊκό σύστημα. Άρα, σε ώρες χαμηλής παραγωγής (άπνοια/συννεφιά) ή υψηλής ζήτησης, μπορεί να χρειαστεί εισαγωγές – χωρίς αυτό να “μετατρέπεται” αυτόματα σε ΑΠΕ μέσα στον δείκτη.

Τι ανέβασε τις ΑΠΕ το 2025
Σύμφωνα με τα ίδια προκαταρκτικά στοιχεία, το 2025 η Γερμανία «κέρδισε» ποσοστό ΑΠΕ κυρίως επειδή η ηλιακή ισχύς αυξήθηκε και αντιστάθμισε δυσκολίες σε άλλες τεχνολογίες (π.χ. υδροηλεκτρικά) – κάτι που αποτυπώνεται στην ανάλυση του Clean Energy Wire.
Ταυτόχρονα, το 2025 ανέδειξε και το «ανάποδο πρόσωπο» των ΑΠΕ: στο πρώτο μισό του έτους, η συμμετοχή των ΑΠΕ υποχώρησε σε σχέση με το 2024 λόγω ασυνήθιστα χαμηλών ανέμων, με την παραγωγή αιολικών να μειώνεται αισθητά – όπως έγραψε το Reuters.
Τα «υπέρ» του γερμανικού 56%
1) Απόδειξη κλίμακας: Η Γερμανία δείχνει ότι μια βαριά βιομηχανική οικονομία μπορεί να λειτουργεί για μεγάλα διαστήματα με πλειοψηφία πράσινης ηλεκτροπαραγωγής.
2) Μείωση εξάρτησης από ορυκτά καύσιμα: Η άνοδος των ΑΠΕ μειώνει την ανάγκη εισαγόμενων καυσίμων σε βάθος χρόνου (ιδίως όταν συνδυάζεται με αποθήκευση/διαχείριση ζήτησης).
3) Σήμα προς την αγορά: Τα υψηλά ποσοστά δημιουργούν «μομέντουμ» για τεχνολογίες ευελιξίας (μπαταρίες, υδρογόνο, demand response) και για επενδύσεις δικτύων.

Τα «κατά» και οι κίνδυνοι που μεγαλώνουν
1) Μεταβλητότητα παραγωγής (Dunkelflaute): Όσο το μείγμα εξαρτάται από ήλιο/άνεμο, τόσο πιο κρίσιμες γίνονται οι περίοδοι χαμηλής παραγωγής. Η εικόνα του 2025 με τους χαμηλούς ανέμους είναι χαρακτηριστική. Reuters
2) Δίκτυα & αποθήκευση – το πραγματικό “bottleneck”: Η Ευρώπη συνολικά αναγνωρίζει ότι χωρίς τεράστιες αναβαθμίσεις δικτύων και αποθήκευσης, η πράσινη παραγωγή θα «σκάει» πάνω σε περιορισμούς. Το Reuters περιγράφει την ανάγκη για επενδύσεις-μαμούθ στο ευρωπαϊκό δίκτυο, με φόντο και κινδύνους διακοπών.
3) Πολιτική αβεβαιότητα: Το 2025-2026 η συζήτηση στη Γερμανία δείχνει πόσο ευαίσθητη είναι η μετάβαση στις πολιτικές μεταβολές. Ενδεικτικά, το Reuters μετέδωσε την απόφαση της κυβέρνησης να προωθήσει fast-track υποδομών και να αντικαταστήσει/αποσύρει τον αμφιλεγόμενο νόμο για τη θέρμανση – εξέλιξη που η αγορά διαβάζει ως «μετατόπιση προτεραιοτήτων».
4) Κοινωνικό κόστος – τιμολόγια & αποδοχή: Όταν τα κόστη δικτύων, εξισορρόπησης και εφεδρειών περνούν στον λογαριασμό, η κοινωνική ανοχή γίνεται παράγοντας-κλειδί.

Ευρώπη και ENTSO-E: γιατί το 56% δεν στέκεται «μόνο του»
Η «σπονδυλική στήλη» της ευρωπαϊκής ηλεκτρικής σταθερότητας είναι το διασυνδεδεμένο σύστημα μεταφοράς. Ο οργανισμός ENTSO-E (ευρωπαϊκό δίκτυο διαχειριστών συστημάτων μεταφοράς) περιγράφει τον ρόλο του πανευρωπαϊκού συγχρονισμού και του συντονισμού δικτύου.
Στο πολιτικό/επενδυτικό σκέλος, η Κομισιόν κινείται για επιτάχυνση έργων δικτύων: το Reuters ανέφερε σχέδια για fast-track αδειοδοτήσεις και ενίσχυση του σχεδιασμού διασυνοριακών υποδομών, ακριβώς επειδή χωρίς δίκτυα «χάνεται» παραγωγή ΑΠΕ και ανεβαίνει το κόστος.

Ελλάδα
Η Ελλάδα έχει κάνει μεγάλο άλμα στις ΑΠΕ και έχει καταγράψει στιγμές όπου η ζήτηση καλύφθηκε πλήρως από ανανεώσιμες πηγές – κάτι που είχε αναδείξει το Reuters. Ταυτόχρονα, η εμπειρία της χώρας (όπως και της Γερμανίας) δείχνει ότι το κρίσιμο επόμενο βήμα δεν είναι μόνο νέα έργα παραγωγής, αλλά δίκτυα, αποθήκευση και διασυνδέσεις, ώστε η «πράσινη» παραγωγή να απορροφάται χωρίς περιορισμούς και να διατηρείται η ευστάθεια

Υ.Σ:…Επιτυχία με όρια: Τα «αδύναμα σημεία» των αιολικών σε ένα σύστημα υψηλής διείσδυσης ΑΠΕ
Το 56% ΑΠΕ της Γερμανίας το 2025 συνιστά ταυτόχρονα επιτυχία και προειδοποίηση. Επιτυχία, γιατί αποδεικνύει ότι η ενεργειακή μετάβαση μπορεί να κλιμακωθεί σε επίπεδο μεγάλης βιομηχανικής οικονομίας χωρίς κατάρρευση του συστήματος. Προειδοποίηση, γιατί όσο αυξάνεται το μερίδιο των ανανεώσιμων πηγών, τόσο μειώνονται τα περιθώρια λάθους σε επίπεδο σχεδιασμού, υποδομών και πολιτικής σταθερότητας.
Ιδιαίτερα τα αιολικά πάρκα, που αποτελούν βασικό πυλώνα του γερμανικού και ευρωπαϊκού ενεργειακού μείγματος, αναδεικνύουν τα όρια της μετάβασης όταν αυτή προχωρά ταχύτερα από τις δυνατότητες του συστήματος.
Η αιολική παραγωγή εξαρτάται πλήρως από τις καιρικές συνθήκες και παρουσιάζει χαμηλή εγγυημένη ισχύ σε ώρες αιχμής.
Περίοδοι άπνοιας (Dunkelflaute) μπορούν να μειώσουν δραστικά την παραγωγή, αυξάνοντας την ανάγκη για εισαγωγές ηλεκτρικής ενέργειας, για εφεδρικές μονάδες –συχνά φυσικού αερίου ή πυρηνικής προέλευσης από άλλες χώρες– ή για παρεμβάσεις στην αγορά με κόστος για το σύστημα.
Όσο αυξάνεται η συμμετοχή των αιολικών χωρίς επαρκή αποθήκευση, τόσο αυξάνεται η λειτουργική αστάθεια.
Παράλληλα, τα αιολικά –ιδίως τα υπεράκτια και τα απομακρυσμένα χερσαία– δημιουργούν βαριά εξάρτηση από δίκτυα και διασυνδέσεις. Απαιτούν εκτεταμένες επενδύσεις σε μεταφορά και ενίσχυση των διασυνοριακών γραμμών.
Όταν αυτές οι υποδομές δεν προηγούνται, σημαντικό μέρος της παραγωγής περικόπτεται (curtailment), ακυρώνοντας στην πράξη το θεωρητικό «πράσινο πλεόνασμα».
Σε οικονομικό επίπεδο, παρότι το κόστος εγκατάστασης των αιολικών έχει μειωθεί σημαντικά, το συνολικό κόστος συστήματος παραμένει υψηλό.
Οι ανάγκες εξισορρόπησης, οι εφεδρείες ισχύος και οι επενδύσεις σε δίκτυα και αποθήκευση μεταφέρουν βάρη που δεν αποτυπώνονται στο απλό κόστος παραγωγής ανά μεγαβατώρα.
Έτσι, το φθηνό ρεύμα σε επίπεδο μονάδας δεν είναι πάντα φθηνό σε επίπεδο συστήματος και τελικού καταναλωτή.
Ταυτόχρονα, σε πολλές περιοχές της Ευρώπης καταγράφονται κοινωνικές και περιβαλλοντικές αντιδράσεις: αλλοίωση τοπίου, επιπτώσεις στη βιοποικιλότητα και στην ορνιθοπανίδα, αλλά και κόπωση των τοπικών κοινωνιών απέναντι στη συνεχή χωροθέτηση νέων έργων.
Οι αντιδράσεις αυτές οδηγούν σε καθυστερήσεις αδειοδοτήσεων, αυξημένο πολιτικό κόστος και ενίοτε ανατροπές σχεδιασμών.
Τέλος, τα αιολικά εξαρτώνται καθοριστικά από σταθερό ρυθμιστικό πλαίσιο και μακροχρόνια στρατηγική. Όταν οι κανόνες αλλάζουν με κάθε εκλογικό κύκλο, το κόστος κεφαλαίου αυξάνεται, οι επενδύσεις επιβραδύνονται και η μετάβαση γίνεται ακριβότερη και λιγότερο προβλέψιμη.
Τελική αποτίμηση
Η εμπειρία της Γερμανίας δείχνει ότι τα αιολικά είναι αναγκαία για την απανθρακοποίηση, αλλά όχι επαρκή από μόνα τους. Από τεχνοκρατική σκοπιά, η περαιτέρω αύξηση της αιολικής ισχύος δεν μεταφράζεται γραμμικά σε μεγαλύτερη ενεργειακή ασφάλεια. Χωρίς ισχυρά δίκτυα, επαρκή αποθήκευση, ευέλικτη ζήτηση, ευρωπαϊκό συντονισμό μέσω ENTSO-E και σταθερούς πολιτικούς κανόνες, η υψηλή διείσδυση των αιολικών μετατρέπεται από πλεονέκτημα σε πηγή συστημικής ευαλωτότητας.
Το πραγματικό ερώτημα, επομένως, δεν είναι «αιολικά ή όχι», αλλά αιολικά με ποιες τεχνικές, θεσμικές και κοινωνικές προϋποθέσεις


