Η Θεσσαλονίκη του 1925 μύριζε στάχτη και σιωπή.
Μια πόλη που κουβαλούσε πρόσφυγες, πληγές πολέμων, φτώχεια∙ κι όμως, εκεί, πάνω στα χαλάσματα, γεννήθηκε ένα όνειρο.
Ένα πανηγύρι εμπορίου που δεν ήταν μόνο εμπόριο∙ ήταν το στοίχημα της ζωής να ξαναρχίσει.
Ο Νικόλαος Γερμανός, με πίστη σχεδόν παράλογη, δανείστηκε χρήματα που η χώρα δεν είχε και ύψωσε θεμέλια για κάτι που έμοιαζε ακατόρθωτο.
Δεν υπήρχε παράδοση, δεν υπήρχε εμπειρία∙ υπήρχε μόνο ανάγκη και φαντασία.
Έτσι οι πρώτοι εκθέτες έστησαν θαύματα: ένας βυζαντινός ναός για να στεγάσει προϊόντα, μια ξύλινη αγελάδα που χάριζε γάλα με μια δραχμή. Σαν παιδιά που παίζουν, αλλά με σοβαρότητα ενηλίκων που παλεύουν για το αύριο.
Την πρώτη μέρα δεν πάτησε κανείς.
Η πόλη κοιτούσε καχύποπτα πίσω από τις πύλες.
Και τότε ήρθε η φράση που άλλαξε την ιστορία:
«Ανοίξτε να μπει η Θεσσαλονίκη».
Και μπήκε. Μπήκε δωρεάν, περπάτησε, γέλασε, θαύμασε.
Και την επόμενη μέρα, όταν έκλεισαν ξανά τα κιγκλιδώματα, οι πολίτες πλήρωσαν το εισιτήριο.
Γιατί είχαν καταλάβει πως δεν αγόραζαν απλώς μια είσοδο∙ αγόραζαν την ελπίδα να δουν τη χώρα τους όρθια.
Σήμερα, έναν αιώνα μετά, το ντοκιμαντέρ του Χρήστου Βασιλόπουλου μας θυμίζει πως η ΔΕΘ δεν είναι μόνο ένας θεσμός, μια εμπορική συνάντηση. Είναι το μνημείο μιας απόφασης: ότι το «σημείο μηδέν» δεν σημαίνει τέλος, αλλά αρχή.
Υ.Γ.:Η ΔΕΘ δεν είναι μόνο εμπορική συνάντηση∙
Είναι η μνήμη μιας πόλης που έμαθε να ξαναγεννιέται. Και κάθε φορά που οι πύλες της ανοίγουν, ανοίγουν μαζί και οι πόρτες του μέλλοντος, εκεί όπου η μνήμη συναντά το όνειρο.
Είναι τότε που η Θεσσαλονίκη ανασαίνει ξανά, κρατώντας στο βλέμμα της το χθες, μα πορευόμενη προς το αύριο.